- περιπληθής
- -ές, Α1. ο υπέρμετρα γεμάτος από ανθρώπους («νῆσός τις... οὔ τι περιπληθὴς λίην τόσον, ἀλλ' ἀγαθή», Ομ. Οδ.)2. γεμάτος, πλήρης από κάτι («περιπληθέστατος καρπῶν», Φίλ.)3. (για λόγο) αυτός που έχει ουσιαστικό περιεχόμενο4. αυτός που είναι πολύ πλατύς, υπερμεγέθης («εἰς σάρκα περιπληθῆ καὶ βαρείαν ἐνδεδωκώς», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -πληθής (< πλῆθος) πρβλ. παμ-πληθής].
Dictionary of Greek. 2013.